-
1 ἀγήραος
ἀγήραος, ον, [dialect] Att. [var] contr. [full] ἀγήρως, ων (of which Hom. uses nom. dual ἀγήρω (v. infr.), nom. sg. and acc. pl.Aἀγήρως Od.5.218
, al.); acc. sg. ; , Jul.Or.4.142b: nom. pl. ; dat. :—ageless, undecaying,ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα Il.8.539
;σὺ δ' ἀθάνατος καὶ ἀ. Od.5.218
;ἀγήρω τ' ἀθανάτω τε Il.12.323
, cf. Hes.Th. 949; ἀπήμαντος καὶ ἀ. ib. 955;ἄνοσοι καὶ ἀ. Pi.Fr. 143
;ἀ. χρόνῳ δυνάστας S.Ant. 608
(lyr.).2 of things, once in Hom., of the aegis, Il.2.447;κῦδος ἀ. Pi.P.2.52
;χάριν τ' ἀγήρων ἕξομεν E.Supp. 1178
: in Prose,τὸν ἀγήρων ἔπαινον Th.2.43
;ἀθάνατον καὶ ἀ. πάθος Pl.Phlb. 15d
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγήραος
-
2 ἀ-γήρως
ἀ-γήρως, ων (γῆρας), nicht alternd, ewig jung, Hom. neunmal, ἀγήρων ἀϑανάτην τε Iliad. 2, 447, ἀγήρω τ' ἀϑανάτω τε Iliad. 12, 323. 17, 444, ἀϑάνατος καὶ ἀγήρως Iliad. 8, 539 Od. 5, 218, ἀϑάνατον καὶ ἀγή-ρων Od. 5, 136. 7, 257. 23, 336, ἀϑανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως Od. 7, 94. Vgl. ἀγήραος. – Acc. sing. h. Cer. 242 ἀγήρων, wofür Hes. Th. 949 ἀγήρω steht; acc. pl. ἀγήρως H. in Apoll. 151, wie Ep. ad. 183 ( App. 169 τιμὰς ἀγ.); Soph. ἀγήρως χρόνος Ant. 604 ch. In Prosa ἤπαινος Thuc. 2, 43; εὔκλειαν ἀγήρω κατα-λιπεῖν Dem. 60, 32; τιμάς ibd. 36; Plat. ἀϑάνατον καὶ ἀγ. λόγων πάϑος Phil. 15 d; ebenso Polit. 273 e; ἄνοσος καὶ ἀγ. Tim. 33 a; von Steinen Legg. XII, 947 d; von Pflanzen, παραμένει ἀγήρω καὶ χλοερά Plut. Symp. 3, 2 g. E.
-
3 βροτός
βροτός ( μόρος, mors, μορτός, daraus ΜΡΟΤΌΣ, dafür des Wohllautes halber βροτός; daher das μ in φαεσίμβροτος, τερψίμβροτος, φϑισίμβροτος; vgl. μολεῖν βλώσκω, μέλι βλίττω, μαλακός βλάξ; μέμβλωκα, ἤμβροτον); sterblich ( Hesych. φϑαρτὸς ἢ γηγενὴς ἄνϑρωπος, bei dem auch βροταί, erkl. γυναῖκες); ἀνήρ Il. 5, 361; ἔϑνος Pind. P. 10, 28; gew. ὁ, subst., der M en sch, im Ggstz der ϑεοὶ ἀϑάνατοι, Hom. u. folgde Dichter. Hom. ϑνητοῖσι βροτοῖσιν Odyss. 3, 3. 7, 210. 12, 386, ϑνητὸν βροτόν Odyss. 16, 212; Iliad. 18, 362 καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ ϑνητός τ' ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν· πῶς δὴ ἔγωγ', ἥ φημι ϑεάων ἔμμεν ἀρίστη, οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι; von Weibern, Odyss. 5, 218 ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ' ἀϑάνατος καὶ ἀγήρως; 5, 334 Λευκοϑέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα; 6, 149 γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· ϑεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι; 160 οὐ γάρ πω τοῖον εἶδον βροτὸν ὀφϑαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий